- ἀγαλλομένα
- ἀγαλλομένᾱ , ἀγάλλωglorifypres part mp fem nom/voc/acc dualἀγαλλομένᾱ , ἀγάλλωglorifypres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγαλλόμενα — ἀγάλλω glorify pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλλομένας — ἀγαλλομένᾱς , ἀγάλλω glorify pres part mp fem acc pl ἀγαλλομένᾱς , ἀγάλλω glorify pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλλόμεν' — ἀγαλλόμενα , ἀγάλλω glorify pres part mp neut nom/voc/acc pl ἀγαλλόμενε , ἀγάλλω glorify pres part mp masc voc sg ἀγαλλόμεναι , ἀγάλλω glorify pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγηδόν — (AM, Α και κλαγγόν) επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. οκλα δόν, πρηνη δόν] … Dictionary of Greek
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek